cecha
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]cecha < παλαιά γερμανική zēche (αναγνωριστικό σήμα, σημάδι)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cecha (pl) θηλυκό
- το χαρακτηριστικό, η ιδιότητα
- (μαθηματικά) το ακέραιο μέρος (συνήθως μόνο για τους λογάριθμους)