celebret

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
celebret < λατινική celebret (« να εορτάζει »)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
celebret celebrets

celebret (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]