ceramic
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ceramic (en) (χωρίς παραθετικά)
- κεραμικός
- ⮡ Who drank from my ceramic mug?
- Ποιος ήπιε από την κεραμική κούπα μου;
- ⮡ Who drank from my ceramic mug?
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ceramic | ceramics |
ceramic (en)