châle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
châle < (άμεσο δάνειο) χίντι शाल (śāl) < περσική شال (šāl)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
châle | châles |
châle (fr) αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- châle - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé