chapel
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chapel | chapels |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chapel (en)
- το παρεκκλήσι, το παρεκκλήσιο
- ⮡ The chapel was inaugurated in 1880.
- Το παρεκκλήσι εγκαινιάστηκε το 1880.
- ⮡ The chapel was inaugurated in 1880.