charronnage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- charronnage < charron
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
charronnage | charronnages |
charronnage (fr) αρσενικό
- η αμαξοποιία, το επάγγελμα του charron