charron

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
charron < char

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʃa.ʁɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
charron charrons

charron (fr) αρσενικό

les outils du charron : bec-d'âne, châsse, chèvre, gouge, plane, selle - τα εργαλεία του αμαξοποιού

Συγγενικά

[επεξεργασία]