chèvre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- chèvre < (κληρονομημένο) μέση γαλλική chevre
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chèvre | chèvres |
chèvre (fr) θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) η κατσίκα, η γίδα, η αίγα