chat room
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chat room | chat rooms |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chat room (en)
- (διαδίκτυο) το τσατ ρουμ, η αίθουσα συνομιλιών