ĉefaĵo
(Ανακατεύθυνση από chefajho)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉefaĵo | ĉefaĵoj |
αιτιατική | ĉefaĵon | ĉefaĵojn |
ĉefaĵo (eo)
- το κύριο, κάτι το θεμελιώδες
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉefaĵo | ĉefaĵoj |
αιτιατική | ĉefaĵon | ĉefaĵojn |
ĉefaĵo (eo)