chemia
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chemia (pl) θηλυκό
- η χημεία
- το μάθημα
- η επιστήμη
- (μεταφορικά) η ερωτική και σεξουαλική έλξη
- (οικείο) η χημειοθεραπεία
- (οικείο) τα χημικά, τα φυτοφάρμακα