Μετάβαση στο περιεχόμενο

chemise

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chemise < υστερολατινική camisia < γαλατική camisia < πρωτογερμανική *hamiþiją (ρούχο, πουκάμισο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱam- (κάλυμμα, ρούχο)

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chemise (fr)

Παράγωγα

[επεξεργασία]