chicaneur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chicaneur | chicaneurs |
θηλυκό | chicaneuse | chicaneuses |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chicaneur (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chicaneur | chicaneurs |
θηλυκό | chicaneuse | chicaneuses |
chicaneur (fr)