chide
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | chide |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chides |
αόριστος | chid, chided, chode |
παθητική μετοχή | chid, chided, chidden |
ενεργητική μετοχή | chiding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα[επεξεργασία]
chide (en)