chosen
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]chosen (en)
- επιλεγμένος
- ⮡ Music is his chosen vocation.
- Η μουσική είναι το επιλεγμένο του επάγγελμα.
- ⮡ The fairy told him that he is the chosen one.
- Η νεράιδα τού είπε ότι είναι ο εκλεκτός.
- ⮡ Music is his chosen vocation.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]chosen (en)