Μετάβαση στο περιεχόμενο

chosen

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

chosen (en)

  • επιλεγμένος
      Music is his chosen vocation.
    Η μουσική είναι το επιλεγμένο του επάγγελμα.
      The fairy told him that he is the chosen one.
    Η νεράιδα τού είπε ότι είναι ο εκλεκτός.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

chosen (en)