choose
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | choose |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chooses |
αόριστος | chose |
παθητική μετοχή | chosen |
ενεργητική μετοχή | choosing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
[επεξεργασία]choose (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) διαλέγω, επιλέγω, αποφασίζω τι θέλω από αυτά που είναι διαθέσιμα
- ⮡ She chose the biggest apples.
- Διάλεξε τα μεγαλύτερα μήλα.
- ⮡ They chose a book suitable for children.
- Διάλεξαν ένα βιβλίο κατάλληλο για παιδιά.
- ⮡ He chose the best girl.
- Διάλεξε την καλύτερη κοπέλα.
- ⮡ Stop choosing already and decide finally.
- Μη διαλέγεις άλλο, αποφάσισε επιτέλους.
- ⮡ He was chosen for a very good position.
- Τον διάλεξαν για μια πολύ καλή θέση.
- ⮡ He knows how to choose.
- Ξέρει να διαλέγει.
- ⮡ I don’t regret the life I chose.
- Δε μετανιώνω για τη ζωή που διάλεξα.
- ⮡ The teacher chooses certain books and recommends them to his students.
- Ο καθηγητής επιλέγει ορισμένα βιβλία και τα συνιστά στους μαθητές του.
- ⮡ Choose your words carefully.
- Επέλεξε το λόγια σου προσεκτικά.
- ≈ συνώνυμα: decide, decide on και select
- ⮡ She chose the biggest apples.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) προτιμώ να κάνω κάτι