claquage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
claquage < claquer + -age

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
claquage claquages

claquage (fr) αρσενικό

  1. (ιατρική) θλάση μυώνων που είναι αποτέλεσμα μιας προσπάθειας μεγαλύτερης από ό,τι οι μύωνες μπορούν να κάνουν
  2. (ηλεκτρολογία) διάτρηση της μόνωσης μεταξύ δύο αγωγών όταν η τάση του ρεύματος είναι αρκετή ώστε αυτό να περάσει από τον ένα στον άλλο