cliff

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cliff cliffs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cliff (en)

  1. απότομη βραχώδης πλαγιά, βουνοπλαγιά
  2. (γεωγραφία) γκρεμός