cobble
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cobble (en)
- πέτρα που χρησιμοποιείται για λιθόστρωση δρόμων
- ≈ συνώνυμα: cobblestone.
Ρήμα[επεξεργασία]
cobble (en)
- φτιάχνω παπούτσια
- σκαρώνω
- επιδιορθώνω πρόχειρα
- λιθοστρώνω