cobble

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɒbəl/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cobble (en)

  • πέτρα που χρησιμοποιείται για λιθόστρωση δρόμων
 συνώνυμα: cobblestone.


cobble (en)

  1. φτιάχνω παπούτσια
  2. σκαρώνω
  3. επιδιορθώνω πρόχειρα
  4. λιθοστρώνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]