Μετάβαση στο περιεχόμενο

cohabitation

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cohabitation (en)



Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ.a.bi.ta.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cohabitation cohabitations

cohabitation (fr) θηλυκό