coisa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
coisa | coisas |
coisa (pt) θηλυκό
- το πράγμα, το αντικείμενο
- η υπόθεση
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
coisa | coisas |
coisa (pt) θηλυκό