come up with
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]come up with (en)
- (μεταβατικό) βρίσκω ή έχω ιδέα, λύση, απάντηση, κτλ., σκέφτομαι, καταστρώνω σχέδιο
- ⮡ Don’t worry, I will come up with something.
- Μην ανησυχείς, κάτι θα βρω.
- ⮡ She always comes up with the right solution.
- Βρίσκει πάντα τη σωστή λύση.
- ⮡ We came up with a plan to escape.
- Βρήκαμε ένα σχέδιο να δραπετεύσουμε.
- ⮡ He always comes up with bright ideas.
- Έχει πάντα λαμπρές ιδέες.
- ⮡ You have to come up with your own arguments.
- Πρέπει να σκεφτείς δικά σου επιχειρήματα.
- ⮡ I can’t come up with an answer.
- Δεν μπορώ να σκεφτώ μια απάντηση.
- ⮡ We need to come up with our plan.
- Πρέπει να καταστρώσουμε το σχέδιο μας.
- ⮡ Don’t worry, I will come up with something.