Μετάβαση στο περιεχόμενο

come up with

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
come up with <  δείτε τις λέξεις come, up και with

come up with (en)

  • (μεταβατικό) βρίσκω ή έχω ιδέα, λύση, απάντηση, κτλ., σκέφτομαι, καταστρώνω σχέδιο
      Don’t worry, I will come up with something.
    Μην ανησυχείς, κάτι θα βρω.
      She always comes up with the right solution.
    Βρίσκει πάντα τη σωστή λύση.
      We came up with a plan to escape.
    Βρήκαμε ένα σχέδιο να δραπετεύσουμε.
      He always comes up with bright ideas.
    Έχει πάντα λαμπρές ιδέες.
      You have to come up with your own arguments.
    Πρέπει να σκεφτείς δικά σου επιχειρήματα.
      I can’t come up with an answer.
    Δεν μπορώ να σκεφτώ μια απάντηση.
      We need to come up with our plan.
    Πρέπει να καταστρώσουμε το σχέδιο μας.