comeback

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
comeback comebacks

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
comeback < come + back

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

comeback (en)

  • η επιστροφή στην εξουσία, δράση, κτλ.
    ⮡  Someone's comeback in politics.
    Η επιστροφή του κάποιου στην πολιτική.
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 328. ISBN 9780194325684. , λήμμα: επιστροφή