comeback
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
comeback | comebacks |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]comeback (en)
- η επιστροφή στην εξουσία, δράση, κτλ.
- ⮡ Someone's comeback in politics.
- Η επιστροφή του κάποιου στην πολιτική.
- ⮡ Someone's comeback in politics.
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 328. ISBN 9780194325684., λήμμα: επιστροφή