Μετάβαση στο περιεχόμενο

communiste

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

communiste < commun + -iste

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ.my.nist/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
communiste communistes

communiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κομουνιστικός και κομμουνιστικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
communiste communistes

communiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό