companion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
companion companions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

companion (en)

  1. ο σύντροφος, η συντρόφισσα, ένα άτομο ή ένα ζώο που περνά πολύ χρόνο μαζί μου
    The two are inseparable companions.
    Οι δυο τους είναι αχώριστοι σύντροφοι.
    The dog is man’s loyal/inseparable companion.
    Ο σκύλος είναι ο πιστός/αχώριστος σύντροφος του ανθρώπου.
    (μεταφορικά) Poverty is his constant companion.
    Η φτώχεια είναι ο μόνιμος σύντροφός του.
  2. ο σύντροφος, η συντρόφισσα, ένα άτομο που μοιράζεται τις εμπειρίες μου, ειδικά όταν αυτές είναι ιδιαίτερα ευχάριστες ή δυσάρεστες
    companions in suffering/exile - σύντροφοι στη δυστυχία/στην εξορία

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]