companion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
companion | companions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
companion (en)
- ο σύντροφος, η συντρόφισσα, ένα άτομο ή ένα ζώο που περνά πολύ χρόνο μαζί μου
- ↪ The two are inseparable companions.
- Οι δυο τους είναι αχώριστοι σύντροφοι.
- ↪ The dog is man’s loyal/inseparable companion.
- Ο σκύλος είναι ο πιστός/αχώριστος σύντροφος του ανθρώπου.
- ↪ (μεταφορικά) Poverty is his constant companion.
- Η φτώχεια είναι ο μόνιμος σύντροφός του.
- ↪ The two are inseparable companions.
- ο σύντροφος, η συντρόφισσα, ένα άτομο που μοιράζεται τις εμπειρίες μου, ειδικά όταν αυτές είναι ιδιαίτερα ευχάριστες ή δυσάρεστες
- ↪ companions in suffering/exile - σύντροφοι στη δυστυχία/στην εξορία
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- companion - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 854. ISBN 9780194325684., λήμμα: σύντροφος