concordance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

concordance (en)

  1. η αρμονία
  2. η συμφωνία

---



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
concordance concordances

concordance (fr) θηλυκό

  1. η πανομοιότητα
  2. η σύμπτωση
    parfaite concordance de leurs vues - τέλεια σύμπτωση των απόψεών τους