concordance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
concordance (en)
---
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
concordance | concordances |
concordance (fr) θηλυκό
- η πανομοιότητα
- η σύμπτωση
- parfaite concordance de leurs vues - τέλεια σύμπτωση των απόψεών τους