condemn

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας condemn
γ΄ ενικό ενεστώτα condemns
αόριστος condemned
παθητική μετοχή condemned
ενεργητική μετοχή condemning

condemn (en)

  1. καταδικάζω
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη criticize
  2. κρίνω ένα κτήριο κατεδαφιστέο