Μετάβαση στο περιεχόμενο

condemn

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας condemn
γ΄ ενικό ενεστώτα condemns
αόριστος condemned
παθητική μετοχή condemned
ενεργητική μετοχή condemning

condemn (en)

  1. καταδικάζω
      They condemn the unacceptable shooting down of a military aircraft.
    Καταδικάζουν την απαράδεκτη κατάρριψη πολεμικού αεροσκάφους.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη criticize
  2. κρίνω ένα κτήριο κατεδαφιστέο