condemn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | condemn |
γ΄ ενικό ενεστώτα | condemns |
αόριστος | condemned |
παθητική μετοχή | condemned |
ενεργητική μετοχή | condemning |
Ρήμα
[επεξεργασία]condemn (en)
- καταδικάζω
- κρίνω ένα κτήριο κατεδαφιστέο