conflictuel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- conflictuel < conflit
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ̃.flik.tɥɛl/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | conflictuel | conflictuels |
θηλυκό | conflictuelle | conflictuelles |
conflictuel (fr)