conflit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- conflit < δημώδης λατινική conflictus (χτύπημα)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
conflit | conflits |
conflit (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) ο αγώνας, η πάλη
- ο ανταγωνισμός, η διαμάχη
- η συμπλοκή, η σύρραξη
- η σύγκρουση
- η κόντρα