clash
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
clash | clashes |
clash (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | clash |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clashes |
αόριστος | clashed |
παθητική μετοχή | clashed |
ενεργητική μετοχή | clashing |
clash (en)
- παράγω δυνατό ήχο
- συγκρούομαι, έρχομαι σε σύγκρουση