conjectured
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
conjectured (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του conjecture
conjectured (en)