consist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | consist |
γ΄ ενικό ενεστώτα | consists |
αόριστος | consisted |
παθητική μετοχή | consisted |
ενεργητική μετοχή | consisting |
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]consist (en)
- → δείτε τα phrasal verbs consist in και consist of