conspiratif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | conspiratif | conspiratifs |
θηλυκό | conspirative | conspiratives |
Επίθετο
[επεξεργασία]conspiratif (fr)
- συνωμοτικός, σχετικός με μια συνωμοσία
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη conspirer