Μετάβαση στο περιεχόμενο

consumable

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

consumable (en)

  1. αναλώσιμος



      ενικός         πληθυντικός  
consumable consumables

Επίθετο

[επεξεργασία]

consumable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αναλώσιμος

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη consumer