αναλώσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναλώσιμος η αναλώσιμη το αναλώσιμο
      γενική του αναλώσιμου της αναλώσιμης του αναλώσιμου
    αιτιατική τον αναλώσιμο την αναλώσιμη το αναλώσιμο
     κλητική αναλώσιμε αναλώσιμη αναλώσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναλώσιμοι οι αναλώσιμες τα αναλώσιμα
      γενική των αναλώσιμων των αναλώσιμων των αναλώσιμων
    αιτιατική τους αναλώσιμους τις αναλώσιμες τα αναλώσιμα
     κλητική αναλώσιμοι αναλώσιμες αναλώσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναλώσιμος < αναλώνω

Επίθετο[επεξεργασία]

αναλώσιμος

  1. που μπορεί να αναλωθεί, να ξοδευτεί
  2. όρος της βιομηχανίας τροφίμου για το χρονικό όριο ασφαλούς κατανάλωσης των προϊόντων
    αναλώσιμο έως 3/3/2025
  3. (μεταφορικά) που δεν αξίζει να σωθεί, που δεν στοιχίζει τίποτε να χαθεί -ακόμα και για ανθρώπους
    Έστειλαν ταυς ανώνυμους σαν φανταράκια στο Ιράκ γιατί ήταν αναλώσιμοι ενώ κράτησαν στο υπουργείο Άμυνας γραφιάδες όσους ήταν συγγενείς πολιτικών ή επιχειρηματιών

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]