αναλώσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναλώσιμος < αναλώνω
Επίθετο[επεξεργασία]
αναλώσιμος
- που μπορεί να αναλωθεί, να ξοδευτεί
- όρος της βιομηχανίας τροφίμου για το χρονικό όριο ασφαλούς κατανάλωσης των προϊόντων
- αναλώσιμο έως 3/3/2025
- (μεταφορικά) που δεν αξίζει να σωθεί, που δεν στοιχίζει τίποτε να χαθεί -ακόμα και για ανθρώπους
- Έστειλαν ταυς ανώνυμους σαν φανταράκια στο Ιράκ γιατί ήταν αναλώσιμοι ενώ κράτησαν στο υπουργείο Άμυνας γραφιάδες όσους ήταν συγγενείς πολιτικών ή επιχειρηματιών
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προϊόντα
που θυσιάζονται χωρίς κόστος