convaincant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kɔ̃.vɛ̃.kɑ̃/
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | convaincant | convaincants |
θηλυκό | convaincante | convaincantes |
convaincant (fr) αρσενικό