corpse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
corpse | corpses |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]corpse (en)
- το πτώμα, η σορός
- ↪ The police found the corpse in a garage.
- Η αστυνομία βρήκε το πτώμα σ' ένα γκαράζ.
- ↪ The police found the corpse in a garage.