couard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | couard | couards |
θηλυκό | couarde | couardes |
Επίθετο
[επεξεργασία]couard (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | couard | couards |
θηλυκό | couarde | couardes |
couard (fr)