poltron
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | poltron | poltrons |
θηλυκό | poltronne | poltronnes |
Επίθετο[επεξεργασία]
poltron (fr)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη peureux
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- oiseau poltron
- πτηνό που του έχουν κόψει τα πίσω νύχια
- πτηνό που δεν μπορούν να τιθασέψουν