couldn't

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
couldn't < could + -n't (not)

couldn't (en)

  • (αρνητικό modal verb) δεν μπορούσα
    The handshakes and hugs of the two leaders couldn’t hide their mutual hostility.
    Οι χειραψίες και οι αγκαλιές των δύο ηγετών δεν μπορούσαν να κρύψουν την αμοιβαία έχθρα τους.