couldn't
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]- (αρνητικό modal verb) δεν μπορούσα
- ↪ The handshakes and hugs of the two leaders couldn’t hide their mutual hostility.
- Οι χειραψίες και οι αγκαλιές των δύο ηγετών δεν μπορούσαν να κρύψουν την αμοιβαία έχθρα τους.
- ↪ The handshakes and hugs of the two leaders couldn’t hide their mutual hostility.