coulissant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | coulissant | coulissants |
θηλυκό | coulissante | coulissantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
coulissant (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη coulisser