counterbalance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
counterbalance | counterbalances |
counterbalance (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | counterbalance |
γ΄ ενικό ενεστώτα | counterbalances |
αόριστος | counterbalanced |
παθητική μετοχή | counterbalanced |
ενεργητική μετοχή | counterbalancing |
counterbalance (en)