couple with

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας couple with
γ΄ ενικό ενεστώτα couples with
αόριστος coupled with
παθητική μετοχή coupled with
ενεργητική μετοχή coupling with

Ετυμολογία [επεξεργασία]

couple with < → δείτε τις λέξεις couple και with

Ρήμα[επεξεργασία]

couple with (en)

  • συνοδεύω, για ένα πράγμα, κατάσταση κτλ. που συνδέεται με άλλο πράγμα, κατάσταση κτλ.
    When poverty is coupled with a lack of education…
    Όταν η φτώχεια συνοδεύεται από αμορφωσιά…

Πηγές[επεξεργασία]