couple

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

couple (fr) αρσενικό

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

couple (en)

  1. ζευγάρι
    my friend and her roomate act just like the Odd Couple -- η φίλη μου κι ο συγκάτοικός της συμπεριφέρονται ακριβώς όπως το Παράξενο Ζευγάρι
  2. δύο
    I just put up a review of a couple movies on my blog -- μόλις ανάρτησα μια κριτική δύο ταινιών στο μπλογκ μου
  3. λίγοι (τουλάχιστον δύο αλλά μπορεί και να είναι 3,4 ή παραπάνω ανάλογα με το πραγματικό ή νοητικό μέγεθος των αντικειμένων και το συνολικό αριθμό τους)
    give me a couple of minutes - δώσε μου δυο (λίγα) λεπτά
    it's a couple houses down from the bar on the corner -- βρίσκεται λίγα σπίτια πιο πέρα από το μπαρ στη γωνία