couple
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
couple (fr) αρσενικό
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
couple (en)
- ζευγάρι
- my friend and her roomate act just like the Odd Couple -- η φίλη μου κι ο συγκάτοικός της συμπεριφέρονται ακριβώς όπως το Παράξενο Ζευγάρι
- δύο
- I just put up a review of a couple movies on my blog -- μόλις ανάρτησα μια κριτική δύο ταινιών στο μπλογκ μου
- λίγοι (τουλάχιστον δύο αλλά μπορεί και να είναι 3,4 ή παραπάνω ανάλογα με το πραγματικό ή νοητικό μέγεθος των αντικειμένων και το συνολικό αριθμό τους)
- give me a couple of minutes - δώσε μου δυο (λίγα) λεπτά
- it's a couple houses down from the bar on the corner -- βρίσκεται λίγα σπίτια πιο πέρα από το μπαρ στη γωνία