Μετάβαση στο περιεχόμενο

ανδρόγυνο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανδρόγυνο τα ανδρόγυνα
      γενική του ανδρόγυνου
& ανδρογύνου
των ανδρόγυνων
& ανδρογύνων
    αιτιατική το ανδρόγυνο τα ανδρόγυνα
     κλητική ανδρόγυνο ανδρόγυνα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανδρόγυνο < (καθαρεύουσα) ἀνδρόγυνον: λόγια επίδραση στο αντρόγυνο με μετατροπή του [nd], που ήταν η αρχαία προφορά του ἀνδρόγυνος (ερμαφρόδτιος) > προς το [nð][1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /anˈðɾo.ʝi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανδρόγυνο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανδρόγυνο ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]