Μετάβαση στο περιεχόμενο

crédible

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
crédible < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kʁe.dibl/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
crédible crédibles

crédible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]