craftsmanship
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]craftsmanship (en) (μη μετρήσιμο)
- η μαστοριά, το επίπεδο ικανότητας που δείχνει κάποιος
- ⮡ the craftsmanship of the goldsmiths from Stemnitsa - η μαστοριά των χρυσοχόων της Στεμνίτσας
- η μαστοριά, η εργασία, η ποιότητα του σχεδιασμού και της εργασίας που παρουσιάζεται από κάτι
- ⮡ Items made nowadays are of poor craftsmanship.
- Δεν έχουν μαστοριά τα εποχή που φτιάχνουν σήμερα.
- ⮡ I liked the craftsmanship of the silver jewelry.
- Μου άρεσε η εργασία των ασημένιων κοσμημάτων.
- ⮡ Items made nowadays are of poor craftsmanship.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- craftsmanship - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 334, 527. ISBN 9780194325684., λήμμα: εργασία, μαστοριά