cuisine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cuisine | cuisines |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cuisine (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (γαστρονομία) η κουζίνα
- ↪ I love travelling and learning about the cuisines of different places.
- Μου αρέσει να ταξιδεύω και να μαθαίνω για τις κουζίνες διαφορετικών περιοχών.
- ↪ I love travelling and learning about the cuisines of different places.
Πηγές[επεξεργασία]
- cuisine - Cambridge Dictionary online
- cuisine - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cuisine | cuisines |
cuisine (fr) θηλυκό
- (γαστρονομία) η κουζίνα, το μαγείρεμα, η μαγειρική