Μετάβαση στο περιεχόμενο

cuisine

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cuisine cuisines

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kwɪˈziːn/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cuisine (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)



Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cuisine cuisines

cuisine (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]