débarbouillage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.baʁ.bu.jaːʒ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
débarbouillage | débarbouillages |
débarbouillage (fr) αρσενικό
- πλύσιμο του προσώπου
- γρήγορος καθαρισμός