débourser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
débourser (fr)
- βγάζω από το πορτοφόλι ή λογαριασμό
- (κατ' επέκταση) δαπανώ, καταβάλλω, ξοδεύω
débourser (fr)